Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: φρύνος
1 item total
φρύνος ο [frínos] Ο18 : (ζωολ.) είδος βατράχου που ζει στην ξηρά και καταφεύγει στο νερό μόνο κατά την περίοδο της αναπαραγωγής του.

[λόγ. < αρχ. φρῦνος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go