Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φρυγικός -ή -ό [frijikós] Ε1 : που αναφέρεται στη Φρυγία ή στους Φρύγες: Φρυγική γλώσσα. || ~ σκούφος, είδος σκούφου σε σχήμα κόλουρου κώνου, που το πάνω άκρο του πέφτει προς τα εμπρός και που αποτελεί σύμβολο της Δημοκρατίας. || (ως ουσ.) η φρυγική, τα φρυγικά, η γλώσσα που μιλούσαν οι αρχαίοι Φρύγες.
[λόγ. < μσν. Φρυγικός < αρχ. Φρυγ- (Φρύξ) -ικός (πρβ. ελνστ. Φρυγιακός)]