Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: φουτουρισμός
1 item total
φουτουρισμός ο [futurizmós] Ο17 : καλλιτεχνική κίνηση και τεχνοτροπία του 20ού αι., που επιχείρησε να εκφράσει το νέο κόσμο της τεχνολογικής ανάπτυξης και το σύγχρονο άνθρωπο των μεγάλων πόλεων: Ο ~ ήθελε να αποτυπώσει τον κόσμο της ταχύτητας, της βίας και της δράσης.

[λόγ. < ιταλ. futurismo (ή μέσω του γαλλ. futurisme) (-ismo, -isme = -ισμός)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go