Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- φοιτητικός -ή -ό [fititikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε φοιτητή: Φοιτητική λέσχη / εστία / ιδιότητα. Φοιτητικό πάσο / εισιτήριο / κίνημα. Φοιτητικά χρόνια / αιτήματα. Aνέμελη φοιτητική ζωή.
φοιτητικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. φοιτητ(ής) -ικός]



