Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φοίνικας
2 εγγραφές [1 - 2]
φοίνικας 1 ο [fínikas] Ο5 : δέντρο των θερμών περιοχών με ψηλό και ίσιο κορμό, που καταλήγει σε δέσμη μεγάλων φύλλων· φοινικιά, χουρμαδιά.

[λόγ. < αρχ. φοῖνιξ, αιτ. -ικα]

φοίνικας 2 ο : μυθικό ιερό πτηνό των Aιγυπτίων: Ο ~ αναγεννάται από την τέφρα του.

[λόγ. < αρχ. φοῖνιξ, αιτ. -ικα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες