Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φιλικός
1 εγγραφή
φιλικός -ή -ό [filikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο φίλο ή στη φιλία: Φιλική συζήτηση / κουβέντα / χειρονομία / επίσκεψη. Διατηρούν φιλικούς δεσμούς. Φιλικό χτύπημα στην πλάτη. Πήγαμε σ΄ ένα φιλικό σπίτι. Εκδήλωση φιλικού ενδιαφέροντος. || Φιλική διάθεση / ατμόσφαιρα / σχέση. ANT εχθρική. || Φιλικό ματς / παιχνίδι ή ~ αγώνας, αθλητική συνάντηση που δε διεξάγεται στο πλαίσιο μιας επίσημης διοργάνωσης (πρωτάθλημα, κύπελλο κτλ.). φιλικά ΕΠIΡΡ: Mου χαμογέλασε ~.

[λόγ. < αρχ. φιλικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες