Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: φιάσκο
1 item total
φιάσκο το [fxásko] Ο39 : μεγάλη, παταγώδης αποτυχία: H παράσταση / η συγκέντρωση ήταν (ένα) ~. H προσπάθεια για εντυπωσιασμό του κόσμου κατέληξε σε ~.

[ιταλ. fiasco (αρχική σημ.: `μπουκάλα΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go