Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- φιάσκο το [fxásko] Ο39 : μεγάλη, παταγώδης αποτυχία: H παράσταση / η συγκέντρωση ήταν (ένα) ~. H προσπάθεια για εντυπωσιασμό του κόσμου κατέληξε σε ~.
[ιταλ. fiasco (αρχική σημ.: `μπουκάλα΄)]



