Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φθηνός
1 εγγραφή
φτηνός -ή -ό [ftinós] & φθηνός -ή -ό [fθínós] Ε1 : ANT ακριβός (για αγα θά, υπηρεσίες) 1. που προσφέρεται ή αποκτιέται σε χαμηλή τιμή, με λίγα χρήματα, με μικρό κόστος: Φτηνά ρούχα / παπούτσια / φρούτα. Φτηνές τιμές, χαμηλές. Φτηνό ξενοδοχείο / εστιατόριο / εισιτήριο / ενοίκιο. Tο τα ξί στην Ελλάδα είναι φτηνό. Tο βρήκα φτηνό και το αγόρασα. Tο όνειρο του Έλληνα είναι το φτηνό αυτοκίνητο. Φτηνή εργασία / εργατική δύνα μη. 2. που είναι χαμηλής, κακής ποιότητας ή μικρής αξίας: Φτηνά ρολόγια / κοσμήματα. Mένει σε φτηνά ξενοδοχεία και τρώει σε φτηνά εστιατό ρια. Φορούσε φτηνά αρώματα. ΠAΡ Aκριβός* στα πίτουρα και ~ στα λάχανα / στ΄ αλεύρι. 3. (μτφ.) που είναι χαμηλής, κακής ποιότητας: Φτηνά επιχειρήματα / κομπλιμέντα / γούστα / αστεία / καλαμπούρια. || (και για πρόσ.): ~ άνθρωπος, αναξιοπρεπής, μικροπρεπής. φτηνούτσικος -η -ο & φθηνούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ κυρίως στη σημ. 1. φτηνά & φθηνά ΕΠIΡΡ: Aγοράζω / πουλάω κτ. ~. (έκφρ.) τη γλίτωσα ~, διασώθηκα, ξεπέρασα έναν κίνδυνο, μια δυσκολία, ένα σοβαρό πρόβλημα χωρίς να το ελπίζω και με μικρό σχετικά κόστος, με μικρή ζημιά, βλάβη. τη βγάζω ~, περνώ με λί γα χρήματα. φτηνούτσικα & φθηνούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ.

[μσν. φτηνός < ευτηνός με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < ελνστ. εὐθηνός `άφθονος΄ με ανομ. τρόπου άρθρ. [fθ > ft] · λόγ. επίδρ.· φτην(ός), φθην(ός) -ούτσικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες