Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- φαραωνικός -ή -ό [faraonikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους φαραώ: Φαραωνικές δυναστείες. ~ τάφος.
[λόγ. < γαλλ. pharaonique < Ρharaon = Φαραώ (-ique = -ικός)]