Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: φαρέτρα
1 item total
φαρέτρα η [farétra] Ο25 : θήκη για την τοποθέτηση των βελών του τόξου: Έβγαλε ένα βέλος από τη ~ και το τοποθέτησε στο τόξο. || (μτφ.): Δεν έχω εξαντλήσει ακόμη τα βέλη που έχω στη ~ μου, δεν έχω χρησιμοποιήσει το σύνολο των επιχειρημάτων που διαθέτω.

[λόγ. < αρχ. φαρέτρα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go