Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φανταστικός
1 εγγραφή
φανταστικός -ή -ό [fandastikós] Ε1 : 1. που τον έχει δημιουργήσει η φαντασία, που υπάρχει μόνο σε αυτήν και όχι στην πραγματικότητα. ANT πραγματικός, αληθινός: Φανταστικά όντα / ζώα / γεγονότα. Tα πρόσωπα του έργου είναι φανταστικά. Οι φόβοι σου είναι τελείως φανταστικοί. Φανταστικό ταξίδι στον Άρη. 2α. που προσεγγίζεται, κατανοείται ή παριστάνεται μόνο με τη φαντασία. || (ψυχ.) φανταστικές παραστάσεις, που αναφέρονται σε μη υπαρκτά αντικείμενα. || (οπτ.) φανταστικό είδωλο, που σχηματίζεται από αποκλίνουσα δέσμη φωτεινών ακτίνων και φαίνεται να προέρχεται από ένα σημείο, από όπου δε διέρχονται στην πραγματικότητα οι ακτίνες. ANT πραγματικό. β. (μαθημ.) ~ αριθμός, που παριστάνει την τετραγωνική ρίζα αρνητικού αριθμού. γ. που παριστάνει ή που αναφέρεται σε καταστάσεις όπου κυριαρχεί το υπερφυσικό, το εξωπραγματικό: Φανταστικές ιστορίες / διηγήσεις / περιπέτειες. Ο ~ κόσμος των παραμυθιών. 3α. που εμφανίζεται να υπερβαίνει τα όρια της φύσης, της πραγματικότητας: H φανταστική ομορφιά των εξωτικών νησιών. Ο αθλητής πραγματοποίησε ένα φανταστικό άλμα / ρεκόρ. β. απίστευτος, εκπληκτικός, φοβερός: Φανταστική πολυτέλεια. Ο πίνακας πουλήθηκε σε φανταστική τιμή. Λήστεψαν την τράπεζα με φανταστικό τρόπο. Kάναμε ένα φανταστικό ταξίδι, απίστευτα ωραίο. || (ως ουσ.) το φανταστικό, το μη πραγματικό (συνήθ. σε προϊόντα της τέχνης, του πνεύματος): Tο φανταστικό στην τέχνη / στη λογοτεχνία. Tο φανταστικό στο έργο του Iουλίου Bερν. || Οι υποψίες σου ανήκουν στο χώρο του φανταστικού. φανταστικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 3: Στην εκδρομή / στις διακοπές / στο πάρτι περάσαμε ~, απίστευτα, εκπληκτικά ωραία. Ένα ~ ωραίο τοπίο / σπίτι / ταξίδι.

[λόγ.: 1: αρχ. φανταστικός· 2α, γ, 3: σημδ. γαλλ. fantastique (στις νέες σημ.) < υστλατ. phantasti cus < αρχ. φανταστικός & αγγλ. fantastic (ίδ. ετυμ.)· 2β: σημδ. γαλλ. imagi naire]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες