Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπομονή
2 εγγραφές [1 - 2]
υπομονή η [ipomoní] Ο29 : 1.η ιδιότητα εκείνου που μπορεί να περιμένει, χωρίς να βιάζεται, διατηρώντας την ηρεμία του: Εξαντλήθηκε η ~ μου / έχασα την ~ μου να τον περιμένω τόση ώρα κι έφυγα. Ο γονιός / ο δάσκαλος πρέπει να έχει ~ με τα παιδιά. Aγωνίστηκε με επιμονή και ~ για να πετύχει. H ~ έχει και τα όριά της. || το χάρισμα που έχει κάποιος να υπομένει, να ανέχεται δυσβάσταχτες ή απλώς δυσάρεστες καταστάσεις: Πώς κάνει ~ μαζί του τόσα χρόνια! Tα δέχεται όλα με ~. Γαϊδουρινή ~, πάρα πολύ μεγάλη. (έκφρ.) ιώβεια* ~. ΦΡ χαρά* στην ~ του! 2. η ιδιότητα εκείνου ο οποίος ασχολείται με κτ. μακρόπνοο, λεπτομερές και κουραστικό χωρίς να αποθαρρύνεται: Θαυμάζω την ~ του καλλιτέχνη που έφτιαξε αυτό το ψηφιδωτό. Έργο υπομονής, που απαιτεί την παραπάνω ιδιότητα. (έκφρ.) κάποιος / κτ. είναι της υπομονής, για κπ. ή για κτ. που είναι πολύ αργό.

[αρχ. ὑπομονή]

υπομονητικός -ή -ό [ipomonitikós] & υπομονετικός -ή -ό [ipomonetikós] Ε1 : που έχει την ιδιότητα να υπομένει. υπομονητικά & υπομονετικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ὑπομονητικός· συμφυρ. των αρχ. ὑπομονητικός & ὑπομενετικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες