Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπέρ
191 εγγραφές [1 - 10]
υπέρ [ipér] πρόθ. : (βλ. και υπερ-)· συντάσσεται: 1α. με γενική· δηλώνει υποστήριξη, υπεράσπιση, βοήθεια, ωφέλεια κτλ. ANT κατά: Είναι ~ της δημοτικής / του νεοφιλελευθερισμού / αυτής της άποψης, είναι υποστηρι κτής, υποστηρίζει… Aγώνες ~ της δημοκρατίας. Δεν είμαι ~ του να πά με σινεμά. H αγόρευσή του ήταν ~ του κατηγορουμένου. Ο αγώνας έλη ξε 2-0 ~ του ΠAΟK, νίκησε ο ΠAΟK. Mάχομαι ~ πίστεως* και πατρίδος. (έκφρ.) ~ βωμών* και εστιών. ΦΡ (πήγε) ~ πίστεως*. β. (προφ.) με αιτιατική: Tο ότι δε μίλησα είναι ~ μας. (έκφρ.) ~ το δέον, παραπάνω από όσο πρέπει. 2. (ως επίρρ.): Έχεις να πεις κάτι ~ ή κατά; Ψήφισαν όλοι ~. 3. (ως ουσ.) τα υπέρ, τα πλεονεκτήματα, τα συν: ~ και τα κατά στην υπόθεση είναι πολλά.

[λόγ.: 1: αρχ. ὑπέρ· 2, 3: σημδ. γαλλ. pour]

υπερ- 1 [iper] & υπέρ- [ipér], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα (βλ. και σημ. II1β) : πρόθημα: AI1. για τη δήλωση επιρρηματικών σχέσεων τόπου, γι΄ αυτό που βρίσκεται πάνω, (πέρα, έξω) από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: υπέρθυρο· υπέργειος. 2. σε επίθετα για να δηλώσει ότι το προσδιοριζόμενο υπερβαίνει το όριο αυτού που εκφράζει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: υπεραστικός, υπερατλαντικός, υπερκόσμιος, υπερπόντιος, υπερωκεάνιος· υπερπέραν, υπεράνω. || (μτφ.) υπερταξικός, υπερεγώ. || υπερρεαλισμός· υπερρεαλιστικός. 3. για να χαρακτηρίσει ενέργεια, στάση κτλ. που γίνεται προς χάρη, προστασία, υπεράσπιση κτλ. κάποιου: υπερασπίζω· υπέρμαχος. II. με επιτατική λειτουργία: 1α. για να δηλώσει ότι ισχύει, υπάρχει σε μεγάλο βαθμό - ευπρόσδεκτο συνήθ. για τον ομιλητή- αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: υπεράγαθος, υπέρλαμπρος, υπέρκαλος· υπεραγαπώ, υπερεκτιμώ. β. συχνά σε χαλαρή σύνθεση και με δευτερεύοντα τόνο [ipér] : υπεραρκετός· με επανάληψη: υπερυπερευχαριστώ. 2. (σε επίθ.) για να δηλώσει αυτό που ξεπερνάει όλα ή τα περισσότερα του είδους που εκφράζει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: υπεραυτόματος, υπερσύγχρονος. γ. (νεολ.) με ουσιαστικό που δηλώνει ιδιότητα, για να δηλώσει την παρουσία σε μεγάλο βαθμό, των κύριων χαρακτηριστικών που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. αρχι-): υπεραγορά, υπερκατάστημα· για να χαρακτηρίσει το σπουδαιότερο, αυτό που ξεπερνά όλα ή τα περισσότερα του είδους που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: υπερεπιθεώρηση, υπερθέαμα, υπερκωμωδία, υπερλεξικό. || για πρόσωπα: υπεράνθρωπος. ANT υπο-. B1. (σε ρήματα) για να δηλώσει ότι γίνεται σε υπερβολικά μεγάλο βαθμό η ενέργεια, η κατάσταση, το φαινόμενο κτλ. που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: υπεραγωνιώ, υπερθερμαίνω· υπερδιέγερση, υπερευαισθησία, υπερκατανάλωση, υπερπαραγω γή, υπερπροστασία· υπερειδίκευση· υπερπληθυσμός. || ANT υπο-: υπεραπασχολούμαι, υπερλειτουργώ, υπερσιτίζομαι· υπερκινητικότητα· υπερλειτουργία. 2. (ιατρ.) για πάθηση ή γενικά κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την υπερβολική και πάνω από το κανονικό λειτουργία ή ένταση αυτού που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: υπερίδρωση, υπερκόπωση· υπερθυρεοειδισμός. ANT υπο-. || (ανατ.) για υπέρμετρη ανάπτυξη· υπερπλασία. ANT υπο-.

[λόγ. < αρχ. ὑπερ- < πρόθ. ὑπέρ `πάνω από, πέρα από, πέρα απ΄ το μέτρο΄ και δηλωτικό υπεράσπισης, ως α' συνθ.: αρχ. ὑπέρ-γειος, ὑπερ-πόντιος, ὑπέρ-καλος `πολύ όμορφος΄, ελνστ. ὑπέρ-μαχος & διεθ. hyper- < λατ. hyper- < αρχ. ὑπερ-: υπερ-αιμία < γαλλ. hypérhémie & μτφρδ.: υπέρ-ηχος < γαλλ. ultrason, υπερ-αστικός, υπερ-ατλαντικός < γαλλ. interurbain, transatlan tique, υπερ-θέαμα < αγγλ. superspectacle, υπέρ-βαρος < αγγλ. overweight]

υπερ- 2 : (χημ.) πρόθημα σε χημικές ενώσεις συνήθ. για να δηλώσει τη μεγαλύτερη αναλογία τους σε οξυγόνο σε σχέση με άλλες ενώσεις που σχηματίζονται από τα ίδια χημικά στοιχεία: υπεράλας, υπερανθρακικός.

[λόγ. < γαλλ. per- με παρετυμ. υπερ- 1: υπερ-οξείδιον < γαλλ. peroxyde]

υπεραγαπώ [iperaγapó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : αγαπώ κπ. ή κτ. πάρα πολύ: Tον υπεραγαπούσε τον πατέρα του.

[λόγ. < αρχ. ὑπεραγαπῶ]

υπεραγορά η [iperaγorá] Ο24 : χαρακτηρισμός (συχνά για διαφημιστικούς λόγους) μεγάλου καταστήματος που πουλάει συνήθ. μια συγκεκριμένη κατηγορία αγαθών: ~ ηλεκτρικών ειδών / επίπλων.

[λόγ. υπερ- + αγορά μτφρδ. αγγλ. supermarket]

υπεραγωγιμότητα η [iperaγojimótita] Ο28 : (φυσ.) η ιδιότητα ορισμένων υλικών (ιδιαίτερα μετάλλων ή κραμάτων) να εμφανίζουν ελάχιστη ηλεκτρική αντίσταση σε θερμοκρασίες που προσεγγίζουν το απόλυτο μηδέν.

[λόγ. υπερ- + αγωγιμ(ότης) -ότητα μτφρδ. αγγλ. superconductivity]

υπεραθλητής ο [iperaθlitís] Ο7 : χαρακτηρισμός αθλητή του στίβου που έχει πετύχει πολλές νίκες και διακρίσεις σε μεγάλες αθλητικές διοργανώσεις. || χαρακτηρισμός των σημαντικότερων αθλητών του δεκάθλου.

[λόγ. υπερ- + αθλητής]

υπεραιμία η [iperemía] Ο25 : (ιατρ.) συσσώρευση μεγάλης ποσότητας αίματος σε ένα όργανο ή σε ορισμένο σημείο του σώματος.

[λόγ. < γαλλ. hyperhémie < hyper- = υπερ- + αρχ. αxμ(α) -ie = -ία]

υπεραισθησία η [iperesθisía] Ο25 : (ιατρ.) αυξημένη ευαισθησία σε απτικά ερεθίσματα. ANT υπαισθησία.

[λόγ. < γαλλ. hyperesthésie < hyper- = υπερ- + αρχ. αἴσθησ(ις) -ie = -ία]

υπεραισθητός -ή -ό [iperesθitós] Ε1 : που δεν είναι προσιτός στις αισθήσεις, που βρίσκεται πέρα από τον αισθητό κόσμο.

[λόγ. υπερ- + αισθητός μτφρδ. γαλλ. suprasensible]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...20   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες