Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπάνθρωπος
1 εγγραφή
υπάνθρωπος ο [ipánθropos] Ο19 : (μειωτ., υβρ.) ως χαρακτηρισμός ανθρώπου χυδαίου, ωμού και απάνθρωπου, με κατώτερα ένστικτα.

[λόγ. υπ(ο)- άνθρωπος κατά το αντ. υπεράνθρωπος μτφρδ. γερμ. Untermensch]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες