Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υδροηλεκτρικός
1 εγγραφή
υδροηλεκτρικός -ή -ό [iδroilektrikós] Ε1 : που έχει σχέση με την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από υδατοπτώσεις: ~ σταθμός. Yδροηλεκτρικά έργα. Yδροηλεκτρική ενέργεια. Yδροηλεκτρικό εργοστάσιο.

[λόγ. < γαλλ. hydroélectrique < hydro- = υδρο- + électrique = ηλεκτρικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες