Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τρόπαιο
3 items total [1 - 3]
τρόπαιο το [trópeo] Ο40 : 1. πρόχειρο μνημείο, συνήθ. σωρός από λάφυ ρα, που το έστηναν στο πεδίο της μάχης οι νικητές, κατά την αρχαιότητα: Ύψωσαν τρόπαια της νίκης. || μεγαλοπρεπές μνημείο για να θυμίζει τη νίκη ενός αυτοκράτορα, στρατηγού κτλ., κατά τη ρωμαϊκή εποχή. 2α. σύμβολο, σημάδι στρατιωτικής νίκης, όπως π.χ. τα λάφυρα: Tο πολεμικό μουσείο στεγάζει τα τρόπαια των ελληνικών απελευθερωτικών αγώνων. β. (επέκτ., συνήθ. ειρ.) αντικείμενο που είναι απόδειξη μιας επιτυχίας: Γύρισε φορτωμένος με τα τρόπαια του κυνηγιού, με τα σκοτωμένα ζώα. 3. (μτφ.) για κτ. που επιβεβαιώνει και επιβραβεύει μια πολύμοχθη προσπά θεια, όπως π.χ. βραβείο, δίπλωμα, μετάλλιο κτλ.

[λόγ. < αρχ. τρόπαιον]

τροπαιούχος -α -ο [tropeúxos] Ε4 : θριαμβευτής, τροπαιοφόρος, συνήθ. στην έκφραση γυρίζω νικητής και ~, από μια μάχη, έναν αγώνα, μια προσπάθεια.

[λόγ. < ελνστ. τροπαιοῦχος]

τροπαιοφόρος -α -ο [tropeofóros] Ε4 : που έχει θριαμβεύσει σε έναν αγώνα· τροπαιούχος.

[λόγ. < ελνστ. τροπαιοφόρος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go