Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τροφός
2 items total [1 - 2]
τροφός η [trofós] Ο34 : 1. γυναίκα που θήλαζε ξένο βρέφος· παραμάνα 1. 2. γυναίκα που αναλαμβάνει, με αμοιβή, να μεγαλώσει στο σπίτι της ένα παιδί.

[λόγ. < αρχ. τροφός (στη σημ. 1)]

τροφοσυλλέκτης ο [trofosiléktis] Ο10 : (εθνολ.) χαρακτηρισμός μέλους πρωτόγονης ομάδας ανθρώπων, που ζούσε από τις ρίζες των φυτών, από τους καρπούς των δέντρων και από τις ωμές σάρκες των ζώων που σκότωνε.

[λόγ. τροφ(ή) -ο- + συλλέκτης μτφρδ. αγγλ. food-gatherer]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go