Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- τριτοκοσμικός -ή -ό [tritokozmikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με τον Tρίτο Kόσμο, δηλαδή με τις υπανάπτυκτες ή με τις αναπτυσσόμενες χώρες: Tριτοκοσμική πολιτική, που υποστηρίζει τη συνεργασία με τις χώρες του Tρίτου Kόσμου. || που έχει σχέση με την τριτοκοσμική πολιτική: Tριτοκοσμικές αντιλήψεις. 2. (μειωτ.) που ταιριάζει σε τριτοκοσμική χώρα, που έχει έντονα τα στοιχεία της υπανάπτυξης και της καθυστέρησης.
[λόγ. < φρ. τρίτ(ος) -ο- κόσμ(ος) -ικός μτφρδ. αγγλ. Third World-]



