Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τριπλούν το [triplún] Ο (άκλ.) : α. για κτ. που γίνεται τρεις φορές ή που είναι τριπλό και ως επίθ.: Άλμα ~ / το ~. Aντίγραφο εις ~. β. το κοινό εμβόλιο εναντίον της διφθερίτιδας, του τετάνου και του κοκίτη.
[λόγ. < αρχ. τριπλοῦν, ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. τριπλοῦς (δες στο τριπλός)]