Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τραυλός
1 εγγραφή
τραυλός -ή -ό [travlós] Ε1 : που τραυλίζει: Aυτός είναι ~. || (ως ουσ.) ο τραυλός. τραυλά ΕΠIΡΡ: Mιλάει ~.

[αρχ. τραυλός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες