Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τετράχρονος
2 εγγραφές [1 - 2]
τετράχρονος 1 -η -ο [tetráxronos] Ε5 : ΣYN τετραετής. 1. που έχει ηλικία τεσσάρων ετών: Tετράχρονο παιδί. 2. που διαρκεί τέσσερα χρόνια: Tετράχρονη απουσία.

[τετρα- + χρόν(ια) -ος]

τετράχρονος 2 -η -ο : (τεχν.) για κινητήρα εσωτερικής καύσης, του οποίου ο κύκλος λειτουργίας συμπληρώνεται σε τέσσερις χρόνους.

[λόγ. τετρα- + χρόν(ος) -ος μτφρδ. γαλλ. moteur à quatre temps]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες