Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τελετουργία
1 εγγραφή
τελετουργία η [teleturjía] Ο25 : το σύνολο των τυπικών διαδικασιών σύμφωνα με τις οποίες διεξάγεται μια θρησκευτική συνήθ. τελετή. || (επέκτ.) πολύ επίσημος τρόπος για την εκτέλεση μιας καθημερινής, απλής πράξης: Tο σερβίρισμα του φαγητού ήταν μια ολόκληρη ~, ιεροτελεστία2.

[λόγ. < ελνστ. τελετουργία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες