Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- τειχίζω [tixízo] -ομαι Ρ2.1 : οχυρώνω με τείχος μια πόλη ή αποκλείω με τείχος μια περιοχή: Οι αρχαίοι τείχιζαν τις πόλεις. Οι Σπαρτιάτες τείχισαν τη Δεκέλεια για να αποκλείσουν τους Aθηναίους.
[λόγ. < αρχ. τειχίζω]



