Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ταπετσάρω
1 item total
ταπετσάρω [tapetsáro] -ομαι Ρ6 : καλύπτω έναν τοίχο ή ένα έπιπλο με ταπετσαρία.

[αντδ. < ιταλ. tappezzar(e) < γαλλ. tapisser < tapis < ελνστ. ταπήτιον (μσν. προφ. [it] ) υποκορ. του αρχ. τάπης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go