Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ταλανίζω
1 item total
ταλανίζω [talanízo] -ομαι Ρ2.1 : ταλαιπωρώ, βασανίζω: Mη με ταλανίζεις άλλο με τις απαιτήσεις σου! Mαύρες σκέψεις τον ταλανίζουν. Άνθρωπος ταλανισμένος από τις δυσκολίες της ζωής.

[λόγ. < ελνστ. ταλανίζω `θεωρώ κπ. δυστυχισμένο΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go