Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τάλιρο
1 item total
τάλιρο το [táliro] Ο41 : 1. κέρμα των πέντε δραχμών: Mια μαστίχα κάνει τρία τάλιρα, δεκαπέντε δραχμές. || (επέκτ., προφ.) ποσό των πέντε χιλιάδων ή εκατομμυρίων. 2. (πληθ., λαϊκ., παρωχ.) χρήματα, πλούτος· τάλα ρα. ταλιράκι το YΠΟKΟΡ για να υπογραμμίσουμε τη μικρή του αξία: Δώσ΄ μου ένα ~.

[λόγ. επίδρ. (ορθογρ. δαν.: α > η > ι) στο λαϊκό τάλαρο < βεν. talaro < γερμ. Taler σύντμ. του Joachimstaler `νόμισμα που κατασκευαζόταν στο Joachimsthal΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go