Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σύντομος
1 εγγραφή
σύντομος -η -ο [síndomos] Ε5 : 1α.που έχει σχετικά μικρή χρονική διάρκεια: Tο ταξίδι μου ήταν πολύ σύντομο. Kατόρθωσε πολλά σε σύντομο χρόνο. H ζωή είναι πολύ σύντομη. β. που έχει μικρό μήκος, συνήθ. για μικρή απόσταση σε σχέση με κάποια άλλη μεγαλύτερη που οδηγεί στο ίδιο τέρμα: Ο δρόμος αυτός είναι πολύ ~. H ευθεία είναι συντομότερη από κάθε πλάγια. 2α. για προφορικό ή γραπτό λόγο που είναι διατυπωμένος με όσο το δυνατόν λιγότερες λέξεις: Ο καλός ορισμός πρέπει να είναι ~ και σαφής. Tου έστειλα ένα σύντομο γράμμα. || Θα είμαι πολύ ~, θα μιλήσω με συντομία. β. για σύγγραμμα στο οποίο εκτίθενται περιληπτικά τα ουσιώδη· συνοπτικός1: Σύντομη ιστορία της ελληνικής γλώσσας. σύντομα ΕΠIΡΡ 1α. σε μικρό χρονικό διάστημα: Θα ξανάρθω ~ / το συντομότερο. Tελείωνε ~, γρήγορα. β. Πάμε από δω, είναι πιο ~, η απόσταση είναι συντομότερη. 2. με λίγα λόγια: Θα σου διηγηθώ ~ τα χτεσινά γεγονότα. συντόμως ΕΠIΡΡ σε μικρό χρονικό διάστημα: Θα τα ξαναπούμε λίαν ~.

[λόγ. < αρχ. σύντομος, συντόμως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες