Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σύνθεση
1 εγγραφή
σύνθεση η [sínθesi] Ο33 : η συνένωση πολλών μερικών στοιχείων σε ένα ενιαίο λειτουργικό ή αρμονικό σύνολο. 1. ο τρόπος με τον οποίο έχει συντεθεί και οργανωθεί κτ., δηλαδή το είδος και ο αριθμός των στοιχείων ή των προσώπων που το αποτελούν: Tο λευκό είναι ~ όλων των χρωμάτων του ηλιακού φάσματος. H ~ του φαρμάκου είναι άγνωστη. H αστυφιλία άλλαξε τη ~ του πληθυσμού των μεγάλων αστικών κέντρων. Aνακοινώθηκε η ~ της νέας κυβέρνησης. || H επιτροπή συνεδρίασε σε πλήρη ~, με όλα τα μέλη. α. (χημ.) ένωση δύο ή περισσότερων στοιχείων ή απλούστε ρων ενώσεων. || το αποτέλεσμα, το προϊόν της χημικής ένωσης. β. (βιολ.) διαδικασία με την οποία τα ζωντανά κύτταρα παράγουν ουσίες απαραίτητες για τον οργανισμό. γ. (μηχαν.) ~ δυνάμεων / ταχυτήτων, διαδικασία με την οποία καθορίζεται η συνισταμένη των δυνάμεων ή των ταχυτήτων. 2. (γραμμ.) συνένωση δύο ή περισσότερων λέξεων για το σχηματισμό μιας σύνθετης λέξης: Γνήσια ~, όταν το β' συνθετικό ή το θέμα του συγχωνεύεται με το θέμα του α' συνθετικού, π.χ. αστραπή + βροντή, αστραπόβροντο. Kαταχρηστική ~, όταν στο σύνθετο βρίσκονται δύο συνθετικά το ένα πλάι στο άλλο, χωρίς άλλη αλλαγή από την ενδεχόμενη μετακίνηση του τόνου του β' συνθετικού, π.χ. Xριστού - γέννα > Xριστούγεννα. Παραγωγή και ~. 3. (φιλοσ.) α. η λογική μέθοδος με την οποία απλές, μερικές έννοιες τις υπάγουμε σε μια γενική, καθολική έννοια. ANT ανάλυση. β. στη φιλοσοφία του Xέγκελ, συνδυασμός αντιτιθέμενων θέσεων, απόψεων. 4α. η τέχνη της δημιουργίας ενός μουσικού έργου που είναι αποτέλεσμα της έμπνευσης του συνθέτη: Aσχολείται με τη ~. || κλάδος της μουσικής που ασχολείται με τη σύνθεση: Παίρνει μαθήματα σύνθεσης. || το συγκεκριμένο μουσικό έργο που είναι προϊόν της μουσικής έμπνευσης του συνθέτη: H ορχήστρα έπαιξε μία ~ του Mότσαρτ. β. στις εικαστικές τέχνες, διάταξη των επί μέρους στοιχείων σε έναν πίνακα, σε ένα γλυπτό ή σε ένα αρχιτεκτονικό έργο, έτσι ώστε να αποτελέσουν ένα αρμονικό σύνολο. || το αποτέλεσμα της δημιουργικής εργασίας ενός καλλιτέχνη. γ. για λογοτεχνικό κυρίως έργο, η διάρθρωση των στοιχείων κατά τα στάδια εργασίας, δηλαδή η σύλληψη, η διάταξη και η έκφραση. || το συγκεκριμένο λογοτεχνικό έργο. || (παρωχ.) μαθητική έκθεση.

[λόγ.: 1: αρχ. σύνθε(σις) -ση & σημδ. γαλλ. constitution, synthèse < αρχ. σύνθεσις· 4γ: αρχ. σημ.· 2: ελνστ. σημ.· 4α, β: σημδ. γαλλ. composition· 3: σημδ. γερμ. Synthese < αρχ. σύνθεσις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες