Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σύνδεσμος
1 εγγραφή
σύνδεσμος ο [sínδezmos] Ο19 : I1.στενή σχέση μεταξύ ανθρώπων, που στηρίζεται σε συναισθηματικούς δεσμούς: Έχω μεγάλο σύνδεσμο με την οικογένειά μου. Διατηρούν το σύνδεσμο που είχαν από παιδιά. || (ειδικότ.) ερωτική σχέση· δεσμός2. 2α. (στρατ.) αξιωματικός ή οπλίτης που αναλαμβάνει τη μεταβίβαση μηνυμάτων από μονάδα σε μονάδα. β. πρόσωπο που αναλαμβάνει τη μεταβίβαση εμπιστευτικών πληροφοριών σε μέλη οργάνωσης που δρα παράνομα ή που είναι παράνομη. 3. ονομασία ένωσης προσώπων που συνεργάζονται στενά για την επίτευξη ενός σκοπού: Ελληνογαλλικός ~. ~ για την προώθηση της φιλίας των λαών. || Σύνδεσμος Ελληνικών Bιομηχανιών ή παλαιότερα Σύνδεσμος Ελλήνων Bιομηχάνων (ΣΕB). II. (επιστ.) 1α. (τεχν.) στοιχείο που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση των τμημάτων μιας κατασκευής: Σταθερός / κινητός ~. β. (ανατ.) δέσμη από ινώδεις ιστούς που συνδέουν τα οστά των αρθρώσεων ή υμενώδης πτυχή που συγκρατεί ορισμένα όργανα. 2. (γραμμ.) άκλιτη λέξη που συνδέει λέξεις ή προτάσεις: Συμπλεκτικοί / αντιθετικοί / συμπερασματικοί / χρονικοί / αιτιολογικοί / υποθετικοί σύνδεσμοι.

[λόγ. < αρχ. σύνδεσμος `δέσιμο΄ & σημδ.: I1, 2: γαλλ. liaison· Ι3: γαλλ. ligue· ΙΙ1α: αγγλ. coupling· ΙΙ1β: γαλλ. ligament· ΙΙ2: αρχ. σημ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες