Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σύγκαλα
1 item total
σύγκαλα τα [síŋgala] & συγκαλά τα [siŋgalá] Ο (μόνο στη ονομ. και αιτ.) : κυρίως στις εκφράσεις είμαι / έρχομαι στα σύγκαλά μου, έχω / ξαναβρίσκω την (πνευματική, ψυχική) ισορροπία μου ή την καλή φυσιολογική μου κατάσταση: Έλα στα σύγκαλά σου, σκέψου λογικά, λογικέψου.

[συγ- (δες συν-) καλά, πληθ. του καλό και μετακ. τόνου για ένδειξη σύνθεσης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go