Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- σχιζοφρένεια η [sxizofrénia] Ο27 : 1.(ψυχιατρ.) βαριά ψυχική νόσος που χαρακτηρίζεται από γενική αποδιοργάνωση της προσωπικότητας του πάσχοντος ατόμου, όπως π.χ. απώλεια της επαφής με την πραγματικότητα, παράδοξη συμπεριφορά κτλ. 2. για κατάσταση ή συμπεριφορά που τη χαρακτηρίζει η λογική ασυνέπεια: H ~ της καταναλωτικής μανίας.
[λόγ. < γερμ. Schizophrenie < αρχ. σχίζ(ω) (στη σημ.: `χωρίζω΄) -ο- + αρχ. φρεν- (δες φρένες) -ie = -εια]



