Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σφυγμός
1 εγγραφή
σφυγμός ο [sfiγmós] Ο17 : 1.οι ρυθμικές κινήσεις των τοιχωμάτων των αρτηριών, που προκαλούνται καθώς οι αρτηρίες δέχονται την πίεση του αίματος που εκτοξεύεται με τις συστολές της καρδιάς και που γίνονται αντιληπτές ως ρυθμικοί χτύποι, αν πιέσει κάποιος με το δάχτυλο την αρτηρία, συνήθ. του καρπού ή του λαιμού: Γρήγορος / αραιός ~. Παίρνω / μετρώ το σφυγμό κάποιου, μετρώ τον αριθμό των σφύξεων. Πιάνω / βρίσκω το σφυγμό κάποιου. || Έχει εξήντα σφυγμούς το λεπτό, σφύξεις. 2. (μτφ.) αδυναμία, ευαίσθητη χορδή κυρίως στις ΦΡ βρίσκω το σφυγμό κάποιου, βρίσκω το αδύνατο σημείο του χαρακτήρα του και κατορθώνω να τον επηρεάζω στις αποφάσεις του. πιάνω το σφυγμό κάποιου, γνωρίζω τη νοοτροπία, την ψυχοσύνθεσή του, τις ιδιαίτερες ψυχικές ή πνευματικές ανάγκες του και τις ικανοποιώ, συνήθ. με απώτερο σκοπό να πετύχω κάποιες επιδιώξεις μου.

[λόγ.: 1: αρχ. σφυγμός· 2: σημδ. γαλλ. pouls]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες