Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: συστοιχία
1 item total
συστοιχία η [sistixía] Ο25 : 1.η ιδιότητα του σύστοιχου. 2. (τεχν.) σύνολο οργάνων, συσκευών ή διατάξεων του ίδιου τύπου που συνδέονται μεταξύ τους, έτσι ώστε να αποτελέσουν ένα ενιαίο σύστημα: ~ πυκνωτών. ~ συσσωρευτών, μπαταρία. || ~ πυροβόλων.

[λόγ. < αρχ. συστοιχία `στήλη΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go