Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: συρρίκνωση
1 item total
συρρίκνωση η [siríknosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συρρικνώνω. 1. ζάρωμα της εξωτερικής επιφάνειας ή και περιορισμός των διαστάσεων: H ~ του δέρματος / κακοήθους όγκου. 2. (μτφ.) περιορισμός της έκτασης, της ευρύτητας ή μείωση του αριθμού, του ποσού: H Mικρασιατική Kαταστροφή είχε ως αποτέλεσμα τη ~ του ελληνισμού. H ~ της ελληνικής γλώσσας. Ο πληθωρισμός επέφερε τη ~ του εισοδήματος των μισθωτών.

[λόγ. συρρικνω- (δες συρρικνώνω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go