Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: συντομία
1 item total
συντομία η [sindomía] Ο25 : 1.η ιδιότητα του σύντομου, η ολοκλήρωση μιας ενέργειας σε σύντομο, σε βραχύ χρόνο: Για ~ δεν κάνει πολλές στάσεις το λεωφορείο. Είναι μεγάλη ~ να ταξιδεύεις με αεροπλάνο. || βραχυλογία: Εκτιμώ τη ~ και τη σαφήνεια του λόγου του. (λόγ. έκφρ.) χάριν* συντομίας. 2. (σε επιρρηματική χρήση) με ~, με λίγα λόγια που συνοψίζουν κτ. εκτενέστερο: Πες μου, με ~, τι συνέβη. (λόγ. έκφρ.) εν ~, με συντομία.

[λόγ. < αρχ. συντομία `βραχυλογία΄ & σημδ. γαλλ. brièveté]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go