Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- συντήκω [sindíko] -ομαι Ρ αόρ. συνέτηξα, απαρέμφ. συντήξει, παθ. αόρ. συντήχθηκα, απαρέμφ. συντηχθεί : (επιστ.) λιώνω μαζί διάφορες ύλες, για να σχηματιστεί ένα κράμα.
[λόγ. < αρχ. συντήκω]



