Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνοχή
1 εγγραφή
συνοχή η [sinoxí] Ο29 : 1α.σύνδεση μεταξύ ομοιογενών κυρίως στοιχείων: Οι αρμοί έχουν χάσει τη ~ τους. || η λογική αλληλουχία που χαρακτηρίζει κάποια διανοητική διαδικασία: Tα επιχειρήματά του δεν έχουν ~ μεταξύ τους. Οι εμβόλιμες περιγραφές διασπούν τη ~ της αφήγησης. β. στενός σύνδεσμος ανάμεσα σε άτομα που ανήκουν σε μια οργανωμένη ομάδα: H ~ των μελών της οικογένειας / της κοινωνίας δεν πρέπει να διασπαστεί. 2. (φυσ.) η ελκτική δύναμη που συγκρατεί μεταξύ τους τα μόρια της ύλης: Δυνάμεις συνοχής· (πρβ. δυνάμεις συναφείας).

[λόγ.: 1: ελνστ. συνοχή, αρχ. σημ.: `κράτημα μαζί΄· 2: σημδ. γαλλ. cohésion]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες