Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: συνασπισμός
1 item total
συνασπισμός ο [sinaspizmós] Ο17 : ένωση δύο ή συνηθέστερα περισσότερων στρατιωτικών ή πολιτικών δυνάμεων, για την επίτευξη ενός κοινού σκοπού. α. αμυντική ή επιθετική συμμαχία κρατών: Ο ~ των χωρών του ανατολικού / του δυτικού κόσμου. β. συνεργασία πολιτικών κομμάτων σε προσωρινή ή σε μόνιμη βάση: Ο ~ των κομμάτων της αριστεράς. Kυβέρνηση συνασπισμού. Kυβερνητικός ~. || το σύνολο των κρατών ή των ατόμων που μετέχουν σε ένα συνασπισμό: Οι αποφάσεις του συνασπισμού.

[λόγ. < ελνστ. συνασπισμός `μάχη σε παράταξη με τις ασπίδες ενωμένες΄ σημδ. γαλλ. coalition]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go