Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- συνάζω [sinázo] -ομαι Ρ2.2 : (λαϊκότρ.) συγκεντρώνω: Σύναζε αγριολούλουδα στο λιβάδι, μάζευε. Συνάχτηκε ο λαός στην εκκλησιά, συναθροίστηκε.
[μσν. συνάζω < αρχ. συν(άγω) μεταπλ. -άζω με βάση το συνοπτ. θ. συναξ- κατά το σχ.: στεναξ- (εστέναξα) - στενάζω]



