Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- συλλογικός -ή -ό [silojikós] Ε1 : που αφορά μια οργανωμένη ομάδα ατόμων ή που προέρχεται από αυτή· ομαδικός. ANT ατομικός: H συλλογική ζωή του ανθρώπου. H ευθύνη δεν είναι μόνο συλλογική αλλά και ατομι κή. H εγκυκλοπαίδεια είναι αποτέλεσμα συλλογικής δουλειάς. || Συλλογική σύμβαση εργασίας, ο προσδιορισμός των γενικών όρων εργασίας, που γίνεται με διαπραγματεύσεις ανάμεσα στον εργοδότη και στους συνδικαλιστικούς εκπροσώπους των εργαζομένων. Συλλογικές διαφορές, που παρουσιάζονται μεταξύ εργοδότη και εργαζομένων. Συλλογικά όργανα, πρόσωπα που εκπροσωπούν οργανωμένες ομάδες. Συλλογική ηγεσία / μνήμη. ANT προσωπική.
συλλογικά ΕΠIΡΡ: Έδρασαν ~. [λόγ. σύλλογ(ος) -ικός μτφρδ. γαλλ. collectif]



