Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: συλλαβικός
1 item total
συλλαβικός -ή -ό [silavikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη συλλαβή ή που αποτελείται από συλλαβές: Συλλαβική γραφή, στην οποία κάθε σύμβολο παριστάνει μία συλλαβή και όχι ένα φθόγγο. Συλλαβικό αλφάβητο, συλλαβογραφικό. (γραμμ.) Συλλαβική αύξηση, η προσθήκη ενός “ε-” στην αρχή του θέματος της οριστικής των ιστορικών χρόνων.

[λόγ. < ελνστ. συλλαβικός & σημδ. γαλλ. syllabique < υστλατ. syllabicus < ελνστ. συλλαβικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go