Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: στρέμμα
2 items total [1 - 2]
στρέμμα το [stréma] Ο48 : μονάδα για τη μέτρηση εκτάσεων γης, που ισοδυναμεί με χίλια τετραγωνικά μέτρα: Xωράφι / αγροτεμάχιο εκατό στρεμμάτων. Πόσο πουλιέται το ~; || Παλιό (τουρκικό) ~, που ισοδυναμούσε με 1270 τετραγωνικά μέτρα.

[λόγ. < ελνστ. στρέμμα `κτ. στριμμένο, στραμπούληγμα΄, ίσως από την εικόνα της στροφής κατά το όργωμα]

στρεμματικός -ή -ό [strematikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο στρέμμα: ~ φόρος, που εισπράττεται κατά στρέμμα. Στρεμματική απόδοση, η απόδοση μιας αγροτικής εκμετάλλευσης κατά στρέμμα. στρεμματικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. στρεμματ- (στρέμμα) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go