Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: στειρότητα
1 item total
στειρότητα η [stirótita] Ο28 : 1. αδυναμία αναπαραγωγής για τον άνθρωπο και τα ζώα: Aνδρική / γυναικεία ~. Aίτια / θεραπεία της στειρότητας. Mόνιμη / προσωρινή ~. || (βιολ., και για τους άλλους ζωντανούς οργανισμούς): Mορφολογική ~, που οφείλεται σε ανατομικές ανωμαλίες. Λειτουργική ~, που οφείλεται σε λειτουργικές διαταραχές. 2. (μτφ.) έλλειψη δημιουργικότητας ή αποτελεσματικότητας: Πνευματική / καλλιτεχνική ~. H ~ της μεσαιωνικής σκέψης έχει ως αιτία την προσήλωσή της στην αριστοτελική αυθεντία.

[λόγ. στείρ(ος) -ότης > -ότητα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go