Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σταλακτίτης
1 εγγραφή
σταλακτίτης ο [stalaktítis] Ο10 : (γεωλ.) ασβεστολιθικός σχηματισμός σε κωνικό σχήμα που δημιουργείται στην οροφή ενός σπηλαίου από εναπόθεση διάφορων ορυκτών και αναπτύσσεται προς τα κάτω.

[λόγ. < γαλλ. stalactite < αρχ. σταλακτ(ός) `που στάζει΄ -ite = -ίτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες