Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σταλακτίτης ο [stalaktítis] Ο10 : (γεωλ.) ασβεστολιθικός σχηματισμός σε κωνικό σχήμα που δημιουργείται στην οροφή ενός σπηλαίου από εναπόθεση διάφορων ορυκτών και αναπτύσσεται προς τα κάτω.
[λόγ. < γαλλ. stalactite < αρχ. σταλακτ(ός) `που στάζει΄ -ite = -ίτης]