Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπίζα
1 εγγραφή
σπίζα η [spíza] Ο25 : (ζωολ.) γένος ωδικών πτηνών, στο οποίο ανήκουν η καρδερίνα, ο σπίνος, ο φλώρος κ.ά.

[αρχ. σπίζα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες