Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκύμνος
1 εγγραφή
σκύμνος ο [skímnos] Ο18 : (λόγ.) το μικρό του λιονταριού.

[λόγ. < αρχ. σκύμνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες