Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- σκουμπρί το [skumbrí] Ο43 : είδος ψαριού που συγγενεύει με τον κολιό· έχει μήκος έως πενήντα εκατοστά, πρασινωπή και γαλαζοπράσινη ράχη με κυματιστές οριζόντιες ταινίες και κοιλιά ασημόλευκη.
[μσν. σκουμπρίον < *σκομβρίον ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και των χειλ. [mb] ) υποκορ. του αρχ. σκόμβρος (προφ. [mb] )]



