Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σκιερός
1 item total
σκιερός -ή -ό [skierós] Ε1 : 1. που δημιουργεί σκιά: Σκιερό φύλλωμα. Σκιε ρό δάσος. || που βρίσκεται στη σκιά: Σκιερό δρομάκι. 2. (αστρον., φυσ.) σκιερό σώμα*. ~ κώνος*.

[λόγ. < αρχ. σκιερός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go