Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκεπτικιστής
1 εγγραφή
σκεπτικιστής ο [skeptikistís] Ο7 θηλ. σκεπτικίστρια [skeptikístria] Ο27 : 1. οπαδός του σκεπτικισμού. || (ως επίθ.): Σκεπτικιστές φιλόσοφοι. 2. αυτός που αντιμετωπίζει τα πράγματα με δυσπιστία και αμφιβολία.

[λόγ. σκεπτικ(ισμός) -ιστής· λόγ. σκεπτικισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες