Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκεπτικισμός
1 εγγραφή
σκεπτικισμός ο [skeptikizmós] Ο17 : 1. φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει αντικειμενική και απόλυτη γνώση, ούτε βεβαιότητα ότι μια πρόταση είναι πιο πιθανή από μία άλλη, και η οποία αναγορεύει την αμφιβολία σε αξίωμα: Tο μεταφυσικό, ηθικό και θρησκευτικό σκεπτικισμό χαρακτηρίζει κυρίως η τάση δυσπιστίας στα αξιώματα της λογικής, ηθικής και στα θρησκευτικά δόγματα. 2. η τάση του ανθρώπου να αντιμετωπίζει τα πράγματα με δυσπιστία και αμφιβολία.

[λόγ. < γαλλ. skepticisme < skeptiqu(es) < ελνστ. οἱ Σκεπτικ(οί) (δες στο σκεπτικός 2) -isme = -ισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες